- οφιόεις
- ὀφιόεις, -εσσα, -εν, θηλ. και ὀφιοῡσσα (Α)1. αυτός που έχει άφθονα φίδια2. (το θηλ. συνηρ. ως ουσ.) ἡ ὀφιοῡσσαα) νησί γεμάτο φίδια, όπως η Ρόδος, η Κύθνος κ.λπ.β) είδος μαγικού φυτού.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄφις, -ιος + -όεις*].
Dictionary of Greek. 2013.