οφιόεις

οφιόεις
ὀφιόεις, -εσσα, -εν, θηλ. και ὀφιοῡσσα (Α)
1. αυτός που έχει άφθονα φίδια
2. (το θηλ. συνηρ. ως ουσ.) ἡ ὀφιοῡσσα
α) νησί γεμάτο φίδια, όπως η Ρόδος, η Κύθνος κ.λπ.
β) είδος μαγικού φυτού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄφις, -ιος + -όεις*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ὀφιοέσσης — ὀφιόεις abounding in serpents fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀφιόεσσα — ὀφιόεις abounding in serpents fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -όεις — όεσσα, όεν (Α όεις, όεσσα, όεν) παραγωγική κατάληξη πολλών επιθέτων τής οποίας αρχική μορφή θεωρείται η εις, εσσα, εν, που σχητίστηκε από ουσ. με επίθημα Fεντ (< IE * went , πρβλ. αρχ. ινδ. και αβεστ. vant : rupa vant «όμορφος» < rupa… …   Dictionary of Greek

  • οφιούσσα — ὀφιοῡσσα, ἡ (Α) βλ. οφιόεις …   Dictionary of Greek

  • όφις — (Αστρον.). Αστερισμός που αποτελείται από 74 αστέρες. Ο λαμπρότερος του αστέρας είναι ο Α της κεφαλής του και είναι τρίτου μεγέθους (2,7). * * * ο (ΑΜ ὄφις, εως, Α ποιητ. γεν. ὄφεος, δωρ. και ιων. γεν. ὄφιος) 1. φίδι 2. ως κύριο όν. ο Όφις… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”